- καταδεσμεύσει
- καταδεσμεύωbind upaor subj act 3rd sg (epic)καταδεσμεύωbind upfut ind mid 2nd sgκαταδεσμεύωbind upfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδεσμεύω — (AM) δένω με κάτι, περιτυλίγω («περιψύχων καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ) αρχ. 1. κάνω μαγικούς καταδέσμους, δένω με μάγια 2. δένω γερά κάτι για να τό φυλάξω … Dictionary of Greek
περιψύχω — Α 1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια 2. παθ. περιψύχομαι καταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.) 3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ).… … Dictionary of Greek